- μονογράφος
- μονογράφος, ὁ (Α)συμβολαιογράφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -γράφος (< γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονογραφία — η μελέτη που πραγματεύεται ένα ειδικό και αυτοτελές θέμα κατά τρόπο διεξοδικό και εξαντλητικό, με την προοπτική να αποτελέσει βασικό βοήθημα για τη συγγραφή πληρέστερου, συνθετικού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863… … Dictionary of Greek
μονογραφώ — και μονογράφω υπογράφω με τη μονογραφή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek